- εὐανάκλητος
- εὐανάκλητοςeasy to call outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανάκλητος — εὐανάκλητος, ον (Α) 1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα 2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία 3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα. επίρρ... εὐανακλήτως με ευανάκλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά κλητος… … Dictionary of Greek
εὐανακλήτως — εὐανάκλητος easy to call out adverbial εὐανάκλητος easy to call out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάκλητον — εὐανάκλητος easy to call out masc/fem acc sg εὐανάκλητος easy to call out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάκλητα — εὐανάκλητος easy to call out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάκλητοι — εὐανάκλητος easy to call out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԻՒՐԱԿՈՉԵԼԻ — ( ) NBH 1 0631 Chronological Sequence: Unknown date ա. εὑανάκλητος qui potest facile reduci Զոր դիւրին է յետս կոչել. *(Բարկութիւն չափաւոր) է դիւրակոչելի խորհրդոցն. Բրս. բարկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)